κουτσίγιας

κουτσίγιας
(cuchillas). Όρος ισπανικής προέλευσης, που υποδηλώνει στενά και επιμήκη ανάγλυφα, μέτριου ύψους, τα οποία παίζουν ρόλο υδροκριτικής γραμμής. Τυπικά κ. είναι εκείνα της Ουρουγουάης, η κ. Ντε Αέδο και η κ. Γκράντε.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”